- παστά
- παστάςporch in front of the housefem voc sgπαστά̱ , παστήcasefem nom/voc/acc dualπαστά̱ , παστήcasefem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάστα — η (λ. ιταλ.) 1. είδος γλυκίσματος. 2. πολτός: Πάστα για τα δόντια. 3. το ποιόν ατόμου, ο χαρακτήρας του: Δεν είναι καλή πάστα ο φίλος σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πάστα — η 1. οποιουδήποτε είδους ζυμαρικό 2. είδος γλυκίσματος το οποίο περιέχει κυρίως ζύμη, ζάχαρη, βούτυρο και αβγά 3. κάθε πολτός που προέρχεται από ανάμιξη διαφόρων υλικών 4. μτφ. η φύση, ο χαρακτήρας, το ποιόν ενός ατόμου («είναι φτειαγμένοι από… … Dictionary of Greek
ταριχοφαγία — ἡ, Α το να τρώει κανείς παστά ψάρια, διατροφή με παστά ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + φαγία (< φάγος*)] … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
φύραμα — το, ατος 1. το ζυμωμένο με νερό, κάθε μείγμα που έγινε ζυμάρι, το ζυμάρι, η μάζα. 2. πολτός, νερουλό σώμα, πάστα. 3. ένζυμο. 4. μτφ., το ποιόν, ο χαρακτήρας, το ψυχικό υλικό, η πάστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παστάς — porch in front of the house fem nom sg παστά̱ς , πασταί fem acc pl παστά̱ς , παστή case fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Pasta — For other uses, see Pasta (disambiguation). Different types of pasta on display in a shop window. Pasta is a staple food of traditional Italian cuisine, now of worldwide renown. It takes the form of unleavened dough made in Italy mostly of durum… … Wikipedia
αλμυρός — I Κωμόπολη (υψόμ. 60 μ., 7.566 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλμυρού του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλμυρού. Ο σημερινός Α., που ιδρύθηκε τον 13ο αι., είναι ομώνυμος του παλαιότερου οικισμού που είχε δημιουργηθεί τον 9ο αι. μ.Χ.,… … Dictionary of Greek
αμυγδαλόπαστα — και μυγδαλόπαστα, η και –στο, το γλύκισμα παρασκευασμένο με κοπανισμένα αμύγδαλα, αβγά, ζάχαρη, κ.λπ., αμυγδαλωτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + πάστα] … Dictionary of Greek
ιχθύα — ἰχθύα και ιων. τ. ἰχθύη, ἡ (Α) [ιχθύς] 1. το αποξηραμένο δέρμα τού ψαριού ρίνη, που χρησιμοποιούσαν για τη λείανση μαρμάρων, ξύλων κ.ά. αντικειμένων 2. το δέρμα κάθε ψαριού 3. επιγρ. δοχείο στο οποίο έβαζαν παστά ψάρια 4. πάπ. ιχθυοτροφείο … Dictionary of Greek